Υπογονιμότητα

Η προσέγγιση του προβλήματος της υπογονιμότητας πρέπει να γίνεται με τρόπο μεθοδικό και απαιτεί την άριστη σχέση και επικοινωνία ανάμεσα στο ζευγάρι και τον εξειδικευμένο γυναικολόγο αναπαραγωγής, ο οποίος επιβάλλεται να ενημερώνει πλήρως και με ειλικρίνεια και τους δύο συντρόφους για το μέγεθος του προβλήματος, τους διαθέσιμους τρόπους αντιμετώπισης, και τις πιθανότητες επιτυχίας κάθε εφαρμοζόμενης μεθόδου. Το σημείο-κλειδί στην προσέγγιση αυτή αποτελεί η πλήρης εξατομίκευση κάθε περίπτωσης ώστε να αντιμετωπίζεται με τον πλέον κατάλληλο τρόπο για το συγκεκριμένο ζευγάρι. Για τον σχεδιασμό της προσέγγισης αυτής θα  πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, τα αποτελέσματα του ελέγχου για τα αίτια της υπογονιμότητας, η ηλικία των συντρόφων, η διάρκεια του προβλήματος, οι τυχόν προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες υποβοήθησης της αναπαραγωγής και η ψυχολογία του ζευγαριού. Ας δούμε αναλυτικά την αιτιολογική αντιμετώπιση ορισμένων κατάστασεων που οδηγούν σε υπογονιμότητα:

  • ζευγάρια όπου ο άνδρας παρουσιάζει σοβαρές διαταραχές στο σπέρμα (σοβαρή ολιγοσπερμία ή/και ασθενοσπερμία): εφαρμογή εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  • ζευγάρια όπου ο άνδρας παρουσιάζει αζωοσπερμία (απουσία σπερματοζωαρίων στο σπέρμα): εφόσον ο κλινικός και ενδοκρινολογικός έλεγχος του άνδρα υποδεικνύει την πιθανότητα ανεύρεσης σπερματοζωαρίων στους όρχεις ή την επιδιδυμίδα (που είναι το σημείο συσσώρευσης σπερματοζωαρίων στο γεννητικό σύστημα του άνδρα) είναι δυνατή η λήψη τους με μικροχειρουργικό τρόπο και η εφαρμογή εξωσωματικής γονιμοποίησης. Εφόσον δεν βρεθούν σπερματοζωάρια με την παραπάνω επέμβαση, η μόνη επιλογή είναι η χρήση σπέρματος δότη και η πραγματοποίηση ετερόλογης σπερματέγχυσης ή εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  • ζευγάρια όπου ο άνδρας παρουσιάζει ήπια ή μέτρια διαταραχή στο σπέρμα του: εφαρμογή ομόλογης σπερματέγχυσης, δηλαδή εισαγωγή του σπέρματος έπειτα από κατάλληλη επεξεργασία στην μήτρα της γυναίκας. Επί αποτυχίας 3-4 προσπαθειών σπερματέγχυσης, ενδείκνυται η εφαρμογή εξωσωματικής γονιμοποίησης. Αν οι παραπάνω διαταραχές συνδέονται με την παρουσία κιρσοκήλης, η χειρουργική αντιμετώπισή της ίσως να επιφέρει κάποια βελτίωση, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε μεγάλο χρονικό διάστημα (τουλάχιστον 6 μήνες) για να διαπιστώσουμε τα πιθανώς θετικά αποτελέσματα της επέμβασης, κάτι που ίσως να αποτελεί πολυτέλεια ιδίως σε ζευγάρια που η γυναίκα είναι άνω των 35 ετών.

  • ζευγάρια όπου η γυναίκα παρουσιάζει απόφραξη και των δύο σαλπίγγων: εφαρμογή εξωσωματικής γονιμοποίησης. Αν οι σάλπιγγες εκτός από φραγμένες είναι και διατεταμένες, γεμάτες με υγρό (υδροσάλπιγγες), συστήνεται η λαπαρασκοπική αφαίρεσή τους ή έστω σύγκλεισή τους (απολίνωση) πριν την εφαρμογή της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Αυτό γιατί, όπως έχει αποδειχθεί σε μελέτες (μεταξύ των οποίων και σε προσωπική δημοσίευση σε διεθνή επιστημονική επιθεώρηση) τα αποτελέσματα της εξωσωματικής μειώνονται σε εντυπωσιακά χαμηλά ποσοστά αν οι υδροσάλπιγγες παραμένουν στην πύελο της γυναίκας.

  • ζευγάρια όπου η γυναίκα παρουσιάζει διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας: συνιστάται η φαρμακευτική πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας υπό στενό ιατρικό έλεγχο, η οποία συνδυάζεται με προγραμματισμένη σεξουαλική επαφή ή διενέργεια σπερματέγχυσης.

  • ζευγάρια όπου η γυναίκα παρουσιάζει συμπτώματα και κλινικά σημεία ενδομητρίωσης: παραδοσιακά ενδείκνυται η διαγνωστική ή/και επεμβατική λαπαροσκόπηση για την καταστροφή των εστιών της πάθησης ή την αφαίρεση τυχόν κύστεων ενδομητρίωσης από τις ωοθήκες. Τονίζεται πως η λαπαροσκόπηση θα πρέπει να γίνεται με πρωταρχικό στόχο την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που προκαλεί η ενδομητρίωση και όχι την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας η οποία μπορεί να γίνει με την εφαρμογή μεθόδων υποβοήθησης, όπως η σπερματέγχυση και η εξωσωματική γονιμοποίηση. Με άλλα λόγια, η απόφαση για την πραγματοποίηση λαπαροσκόπησης για πιθανή ενδομητρίωση στα πλαίσια αντιμετώπισης υπογονιμότητας θα πρέπει να εξατομικεύεται και να λαμβάνονται υπόψη και άλλες παράμετροι (ηλικία γυναίκας, προηγούμενα παρεμφερή χειρουργεία, ύπαρξη και άλλων αιτίων υπογονιμότητας). Τέλος, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι με την αφαίρεση κύστεων ενδομητρίωσης, αφαιρείται αναπόφευκτα και υγιής ωοθηκικός ιστός (οπότε μειώνονται τα αποθέματα των ωαρίων της γυναίκας) καθώς και το γεγονός ότι η ενδομητρίωση συχνά υποτροπιάζει οπότε τα επαναλαμβανόμενα χειρουργεία έχουν ακόμα πιο δυσμενείς επιπτώσεις όσον αφορά την δημιουργία συμφύσεων και τα ωοθηκικά αποθέματα.

  • ζευγάρια όπου η γυναίκα παρουσιάζει ευμεγέθεις ενδομητρικούς πολύποδες, υποβλεννογόνια ινομυώματα ή διαφράγματα της μήτρας: συνιστάται η αντιμετώπισή τους με την τεχνική της υστεροσκόπησης (αφαίρεση πολυπόδων και ινομυωμάτων, εκτομή διαφραγμάτων). Ακολούθως, ανάλογα με την περίπτωση συνιστάται η προσπάθεια φυσικής σύλληψης ή η ταχύτερη εφαρμογή κάποιας μεθόδου υποβοήθησης. Η παρουσία των παραπάνω παθολογικών καταστάσεων, ακόμα και αν δεν επηρεάζει την πιθανότητα σύλληψης, συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο αποβολών μετά την επίτευξη μιας εγκυμοσύνης.

  • ζευγάρια όπου ο πλήρης έλεγχος παραγόντων υπογονιμότητας δεν υποδεικνύει την παρουσία κάποιου συγκεκριμένου αιτίου (υπογονιμότητα ανεξήγητης αιτιολογίας): ενδείκνυται σε πρώτη φάση η διενέργεια σπερματεγχύσεων. Επειτα από 3-4 αποτυχημένες προσπάθειες θα πρέπει να προχωρήσουμε σε εφαρμογή εξωσωματικής γονιμοποίησης. Σε περιπτώσεις προχωρημένης ηλικίας της γυναίκας, επειδή οι πιθανότητες επιτυχίας με σπερματέγχυση είναι εξαιρετικά μικρές, η εξωσωματική ίσως να αποτελεί την πρώτη και μοναδική επιλογή υποβοήθησης.

Θα πρέπει και πάλι να τονισθεί ότι η αντιμετώπιση κάθε ζευγαριού επιβάλλεται να είναι πλήρως εξατομικευμένη, δεδομένου ότι όχι μόνο μπορεί να συνυπάρχουν περισσότεροι από έναν παράγοντες υπογονιμότητας, αλλα και γιατί συγκεκριμένοι κοινωνικοί ή δημογραφικοί (πχ ηλικία της γυναίκας) παράγοντες μπορεί να απαιτούν την τροποποίηση της αντιμετώπισης.